- ἀνερωτῷ
- ἀνερωτάωquestionpres opt act 3rd sgἀνερωτάωquestionpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανερωτώ — ἀνερωτῶ ( άω) (AM) μσν. 1. ερευνώ επίμονα 2. ζητώ να πληροφορηθώ αρχ. ερωτώ, εξετάζω, ερευνώ … Dictionary of Greek
ανερωτώ — ησα, ρωτώ ενοχλητικά, εξετάζω, ξεψαχνίζω: Τον ανερωτούσε τι είχε γίνει στο καράβι εκείνη τη μέρα που χάθηκε ο ανιψιός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνερωτῶ — ἀ̱νερωτῶ , ἀνερωτάω question imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνερωτάω question pres imperat mp 2nd sg ἀνερωτάω question pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀνερωτάω question pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνερωτάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανερωτώ — άω, Α ερωτώ ή εξετάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνερωτῶ «ερωτώ, εξετάζω, ερευνώ»] … Dictionary of Greek